εργατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργατισμός < εργάτης + -ο- + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική travaillisme)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργατισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική θεωρία και πρακτική που υπερεκτιμά τον ρόλο των εργατών / εργαζομένων στο σοσιαλιστικό κίνημα και ευρύτερα στην κοινωνία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εργατισμός