Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
travailliste travaillistes

  Επίθετο επεξεργασία

travailliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη travail