σπορ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σπορ ουδέτερο, άκλιτο
- οποιοδήποτε άθλημα
- πληθυντικός: γενικά, ο αθλητισμός
- του αρέσουν τα σπορ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σπορ άκλιτο
- που έχει αγωνιστικό χαρακτήρα
- σπορ αυτοκίνητο
- που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
- σπορ εμφάνιση