Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπορ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) οποιοδήποτε άθλημα
  2. (στον πληθυντικό): γενικά, ο αθλητισμός
      του αρέσουν τα σπορ

σπορ άκλιτο

  1. που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
      σπορ εμφάνιση
  2. (για αυτοκίνητο) που μοιάζει με αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας
      σπορ αυτοκίνητο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία