σπορ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sport < αγγλική sport
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπορ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) οποιοδήποτε άθλημα
- (στον πληθυντικό): γενικά, ο αθλητισμός
- ↪ του αρέσουν τα σπορ
Επίθετο
επεξεργασίασπορ άκλιτο
- που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
- ↪ σπορ εμφάνιση
- (για αυτοκίνητο) που μοιάζει με αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας
- ↪ σπορ αυτοκίνητο