Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sport < αγγλική sport

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspoɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπορ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) οποιοδήποτε άθλημα
  2. (στον πληθυντικό): γενικά, ο αθλητισμός
    του αρέσουν τα σπορ

  Επίθετο επεξεργασία

σπορ άκλιτο

  1. που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
    σπορ εμφάνιση
  2. (για αυτοκίνητο) που μοιάζει με αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας
    σπορ αυτοκίνητο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία