σπορτσγούμαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπορτσγούμαν < αγγλική sportswoman < sports + woman
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπορτσγούμαν θηλυκό άκλιτο
Πηγές επεξεργασία
- σπόρτσμαν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπορτσγούμαν - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπορτσγούμαν