Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορτσγούμαν < αγγλική sportswoman < sports + woman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπορτσγούμαν θηλυκό άκλιτο

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία