Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθλητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθλητικ
ός
η
αθλητικ
ή
το
αθλητικ
ό
γενική
του
αθλητικ
ού
της
αθλητικ
ής
του
αθλητικ
ού
αιτιατική
τον
αθλητικ
ό
την
αθλητικ
ή
το
αθλητικ
ό
κλητική
αθλητικ
έ
αθλητικ
ή
αθλητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθλητικ
οί
οι
αθλητικ
ές
τα
αθλητικ
ά
γενική
των
αθλητικ
ών
των
αθλητικ
ών
των
αθλητικ
ών
αιτιατική
τους
αθλητικ
ούς
τις
αθλητικ
ές
τα
αθλητικ
ά
κλητική
αθλητικ
οί
αθλητικ
ές
αθλητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθλητικός
<
αρχαία ελληνική
ἀθλητικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική
athlétique
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.θli.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αθλητικός
σχετικός με τον
αθλητισμό
που έχει τη φυσική
διάπλαση
ενός
αθλητή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθλητικός
αγγλικά
:
athletic
(en)
γαλλικά
:
sportif
(fr)
,
athlétique
(fr)
εσπεράντο
:
atleta
(eo)