οφθαλμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οφθαλμικός < (ελληνιστική κοινή) ὀφθαλμικός < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.fθal.miˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαοφθαλμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα μάτια, αναφέρται σ’ αυτά ή ανήκει σ’ αυτά