↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φακός οι φακοί
      γενική του φακού των φακών
    αιτιατική τον φακό τους φακούς
     κλητική φακέ φακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κίτρινος φακός χειρός.
 
Φακός φωτογραφικής μηχανής.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φακός < αρχαία ελληνική φακός αλλά όχι άμεση καταγωγή, απέδωσαν ως φακή οι Γάλλοι το μεγεθυντικό φακό λόγω του σχήματός του όταν πρωτοκατσκευάστηκε (lentille) και οι λόγιοι απενέφεραν τη λέξη φακός εννοώντας το σχήμα της φακής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /faˈkos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φακός αρσενικό

  1. φορητή συσκευή φωτός
  2. διαφανής ιστός πίσω από την ίριδα του ματιού
  3. γυάλινος δίσκος με επιφάνειες είτε κοίλες είτε κυρτές, που εστιάζει ακτίνες φωτός για να δημιουργήσει είδωλο μέσω διάθλασης
    ο μεγεθυντικός φακός, ο παραμορφωτικός φακός
  4. το καθένα από τα δύο γυάλινα αντικείμενα στα γυαλιά που φοριούνται για τη βελτίωση της όρασης
    φακοί διορθωτικοί της οράσεως
  5. κάμερα ή φωτογραφική μηχανή
    του αρέσει να ποζάρει στο φακό
  6. (φυσική, μεταφορικά) φακός ιόντων ή ηλεκτρονικός φακός ονομάζεται η δημιουργία ανομοιογενών ηλεκτρικών πεδίων που προκαλεί σύγκλιση στις τροχιές των ιόντων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φακός οἱ φακοί
      γενική τοῦ φακοῦ τῶν φακῶν
      δοτική τῷ φακ τοῖς φακοῖς
    αιτιατική τὸν φακόν τοὺς φακούς
     κλητική ! φακέ φακοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φακώ
γεν-δοτ τοῖν  φακοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φακός < συγγενές με το ἀφάκη, φακέη ή φακῆ
 
Ο αρχαιότερος φακός (για όραση ή για άναμμα φωτιάς) από την Ασσυρία, 800 π.Χ., τώρα στο Βρετανικό Μουσείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φακός, -οῦ αρσενικό, (και φακόν (ουδέτερο))

  1. (όσπριο) φακή, αλλά και άλλα είδη που έμοιαζαν με φασολάκι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 17.1
    οὗτοι δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους.
    Λοιπόν, κι ετούτοι και οι Καλλιπίδες στις άλλες τους ασχολίες δε διαφέρουν από τους Σκύθες, όμως σιτάρι και σπέρνουν και τρώνε, όπως και κρεμμύδια και σκόρδα και φακές και κεχρί.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (γαστρονομία) φακές, (το φαγητό τρώγονταν στην αρχαιότητα κατά τις κηδείες), που όμως αναφέρεται συχνά και ως φακῆ
    φακὸν ἕψειν (: μαγείρεψα φακές)
  3. στην ελληνιστική εποχή (ίσως και νωρίτερα) αγγείο σε σχήμα οβάλ, που το είχαν μάλλον για ζέσταμα σούπας, νερού, φαγητού παρά για μαγείρεμα
  4. (ελληνιστική σημασία) δοχείο λαδιού
  5. (ελληνιστική σημασία) φακίδα, ελιά, πανάδα, κηλίδα στο πρόσωπο ή γενικά στο σώμα
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 13.3 @scaife.perseus
    δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, οὐρητικήν, ξηραντικήν, στύφουσαν πραέως. ἁρμόζει δὲ εἰς τὰ πρὸς ὀξυδερκίαν ὀφθαλμικὰ καὶ μαλάγματα, φακούς τε αἴρει μετὰ μέλιτος καταχριομένη,
  6. (ελληνιστική σημασία) θήκη νεκρού, φέρετρο
  7. (ελληνιστική σημασία) διακοσμητικό στοιχείο του κρεβατιού

Συγγενικά

επεξεργασία