φακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φακός | οι | φακοί |
γενική | του | φακού | των | φακών |
αιτιατική | τον | φακό | τους | φακούς |
κλητική | φακέ | φακοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φακός < αρχαία ελληνική φακός αλλά όχι άμεση καταγωγή, απέδωσαν ως φακή οι Γάλλοι το μεγεθυντικό φακό λόγω του σχήματός του όταν πρωτοκατσκευάστηκε (lentille) και οι λόγιοι απενέφεραν τη λέξη φακός εννοώντας το σχήμα της φακής
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφακός αρσενικό
- φορητή συσκευή φωτός
- διαφανής ιστός πίσω από την ίριδα του ματιού
- γυάλινος δίσκος με επιφάνειες είτε κοίλες είτε κυρτές, που εστιάζει ακτίνες φωτός για να δημιουργήσει είδωλο μέσω διάθλασης
- ο μεγεθυντικός φακός, ο παραμορφωτικός φακός
- το καθένα από τα δύο γυάλινα αντικείμενα στα γυαλιά που φοριούνται για τη βελτίωση της όρασης
- φακοί διορθωτικοί της οράσεως
- κάμερα ή φωτογραφική μηχανή
- του αρέσει να ποζάρει στο φακό
- (φυσική, μεταφορικά) φακός ιόντων ή ηλεκτρονικός φακός ονομάζεται η δημιουργία ανομοιογενών ηλεκτρικών πεδίων που προκαλεί σύγκλιση στις τροχιές των ιόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία φορητή συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη δέσμη φωτός
γυάλινος δίσκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φακός | οἱ | φακοί |
γενική | τοῦ | φακοῦ | τῶν | φακῶν |
δοτική | τῷ | φακῷ | τοῖς | φακοῖς |
αιτιατική | τὸν | φακόν | τοὺς | φακούς |
κλητική ὦ! | φακέ | φακοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φακώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φακοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφακός, -οῦ αρσενικό, (και φακόν (ουδέτερο))
- (όσπριο) φακή, αλλά και άλλα είδη που έμοιαζαν με φασολάκι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 17.1
- οὗτοι δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους.
- Λοιπόν, κι ετούτοι και οι Καλλιπίδες στις άλλες τους ασχολίες δε διαφέρουν από τους Σκύθες, όμως σιτάρι και σπέρνουν και τρώνε, όπως και κρεμμύδια και σκόρδα και φακές και κεχρί.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὗτοι δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 17.1
- (γαστρονομία) φακές, (το φαγητό τρώγονταν στην αρχαιότητα κατά τις κηδείες), που όμως αναφέρεται συχνά και ως φακῆ
- φακὸν ἕψειν (: μαγείρεψα φακές)
- στην ελληνιστική εποχή (ίσως και νωρίτερα) αγγείο σε σχήμα οβάλ, που το είχαν μάλλον για ζέσταμα σούπας, νερού, φαγητού παρά για μαγείρεμα
- (ελληνιστική σημασία) δοχείο λαδιού
- (ελληνιστική σημασία) φακίδα, ελιά, πανάδα, κηλίδα στο πρόσωπο ή γενικά στο σώμα
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 13.3 @scaife.perseus
- δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, οὐρητικήν, ξηραντικήν, στύφουσαν πραέως. ἁρμόζει δὲ εἰς τὰ πρὸς ὀξυδερκίαν ὀφθαλμικὰ καὶ μαλάγματα, φακούς τε αἴρει μετὰ μέλιτος καταχριομένη,
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 1, 13.3 @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία) θήκη νεκρού, φέρετρο
- (ελληνιστική σημασία) διακοσμητικό στοιχείο του κρεβατιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.