φακινᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φακινᾶς | ||||||
γενική | τοῦ | φακινᾶ | ||||||
δοτική | τῷ | φακινᾷ | ||||||
αιτιατική | τὸν | φακινᾶν | ||||||
κλητική ὦ! | φακινᾶ | |||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φακινᾶς (ελληνιστική κοινή) < φάκιν(ος) + -ᾶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφακινᾶς, -ᾶ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (επάγγελμα, σε πάπυρο) έμπορος φακών
- ※ 3ος κε αιώνας, ⌘ DDbDP transcription: bgu.4.1087, v.2, Traces 1 line, στίχ. 13, (12-13), @papyri.info, @aquila.zaw.uni-heidelberg.de
- Κοπρῆς ἐν τῷ Θαραπία(ς) (δραχμαὶ) λϛ
φα̣κινᾶς
- Κοπρῆς ἐν τῷ Θαραπία(ς) (δραχμαὶ) λϛ
- ※ 3ος κε αιώνας, ⌘ DDbDP transcription: bgu.4.1087, v.2, Traces 1 line, στίχ. 13, (12-13), @papyri.info, @aquila.zaw.uni-heidelberg.de
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φακός
Πηγές
επεξεργασία- φακινᾶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.