φακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φακή | οι | φακές |
γενική | της | φακής | των | φακών |
αιτιατική | τη | φακή | τις | φακές |
κλητική | φακή | φακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φακή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φακῆ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφακή θηλυκό
- (φυτό) αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της οικογένειας των Κυαμοειδών και στην τάξη των Κυαμωδών
- (όσπριο) ο καρπός του φυτού
- (γαστρονομία, συνήθως στον πληθυντικό) φακές: το φαγητό με φακές
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αντί πινακίου φακής: με χαμηλό τίμημα, για ελάχιστα χρήματα
- παλικάρι της φακής: ψευτοπαλικαράς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φακή στη Βικιπαίδεια
- όσπρια