lens
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lens | lenses |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lens (en)
- (οπτική) φακός
- corrective lens - διορθωτικός φακός
- contact lens - φακός επαφής
- (ανατομία) ο φακός του ματιού
- γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή
Πηγές
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- lens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, συγγενές με το (γερμανικά) Linse και το (αρχαία ελληνική) λάθυρος
Ουσιαστικό 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό 2
επεξεργασία
lens (la) θηλυκό