ενικός         πληθυντικός  
lens lenses

Ουσιαστικό

επεξεργασία

lens (en)

  1. (οπτική) φακός
    corrective lens - διορθωτικός φακός
    contact lens - φακός επαφής
  2. (ανατομία) ο φακός του ματιού
  3. γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

lens (it)

  • (φυτό) γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή