λάθυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λάθυρος < άγνωστης ετυμολογίας [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λαθούριν ⇒ νέα ελληνικά: λαθούρι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λάθυρος (ᾰῠ) αρσενικό (πληθυντικός και ουδέτερο λάθυρα)
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) το φυτό Lathyrus sativus
Επεξεργασία
- ↑ «λαθούρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «λάθυρος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «λάθυρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.