Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανάδα οι πανάδες
      γενική της πανάδας των πανάδων
    αιτιατική την πανάδα τις πανάδες
     κλητική πανάδα πανάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νά‐δα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πανάδα < πάν(α) (σημασία: μούχλα σε τρόφιμα) + -άδα < → δείτε τη λέξη πανί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πανί

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πανάδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία