εφηλίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφηλίδα | οι | εφηλίδες |
γενική | της | εφηλίδας | των | εφηλίδων |
αιτιατική | την | εφηλίδα | τις | εφηλίδες |
κλητική | εφηλίδα | εφηλίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφηλίδα < καθαρεύουσα ἐφηλίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐφηλίς από την αιτιατική «τὴν ἐφηλίδα» < ἐφ- (ἐπί) + ἧλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφηλίδα θηλυκό
- φακίδα
- (για καρφί)
- το πεπλατυσμένο τμήμα που καλύπτει την κεφαλή καρφιού
- (γλυπτική, αρχαιολογία) κατασκευή (πρόσθετο στοιχείο, σκάλισμα κ.λπ.) που το μιμείται (για διακοσμητικούς λόγους)
- ※ Με την αφαίρεση των χωμάτων, χτες, αποκαλύφθηκαν τμήματα από μαρμάρινη θύρα, της τυπικής μορφής των μακεδονικών τάφων: Δηλαδή, έχουμε θύρα με εφηλίδες, οι οποίες μιμούνται την κεφαλή καρφιών, όπως είθισται στις ξύλινες πόρτες. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (ναυτικός όρος) μικρή μεταλλική περόνη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ήλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φακίδα
|
κεφαλή καρφιού
|
ναυτικός όρος
|