κασκαβάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασκαβάλι | τα | κασκαβάλια |
γενική | του | κασκαβαλιού | των | κασκαβαλιών |
αιτιατική | το | κασκαβάλι | τα | κασκαβάλια |
κλητική | κασκαβάλι | κασκαβάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.skaˈva.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σκα‐βά‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κασκαβάλι ουδέτερο
- (τυρί) είδος κίτρινου τυριού, είδος κασεριού
- (ναυτικός όρος) εφηλίδα
- (ναυτικός όρος) σχαστήριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
κασκαβάλι στη Βικιπαίδεια