Δείτε επίσης: ὑπόφαιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόφαιος η υπόφαιη
υπόφαια
το υπόφαιο
      γενική του υπόφαιου της υπόφαιης
υπόφαιας
του υπόφαιου
    αιτιατική τον υπόφαιο την υπόφαιη
υπόφαια
το υπόφαιο
     κλητική υπόφαιε υπόφαιη
υπόφαια
υπόφαιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόφαιοι οι υπόφαιες τα υπόφαια
      γενική των υπόφαιων των υπόφαιων των υπόφαιων
    αιτιατική τους υπόφαιους τις υπόφαιες τα υπόφαια
     κλητική υπόφαιοι υπόφαιες υπόφαια
Κατηγορία όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπόφαιος < (ελληνιστική κοινήὑπόφαιος < ὑπό + αρχαία ελληνική φαιός

  Επίθετο

επεξεργασία

υπόφαιος, -ης/-α, -ον

  • ελαφρώς φαιός, ελαφρώς γκρίζος
    ※  Τα προσβεβλημένα απ' τον εχθρό φύλλα εμφανίζουν μια υπόφαια, μεταξώδη, χαρακτηριστική όψη (ypaithros.gr, 31/3/2019 [1])
    ※  Σοβαρές προσβολές προκαλούν έντονη φυλλόπτωση, αποφύλλωση και ξήρανση των βλαστών και υπόφαιη όψη στους καρπούς (Γεωργικές Προειδοποιήσεις. Τεχνικό Δελτίο. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης Τροφίμων, 23/9/2011, [2])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία