Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαιός η φαιή
φαιά
το φαιό
      γενική του φαιού της φαιής
φαιάς
του φαιού
    αιτιατική τον φαιό τη φαιή
φαιά
το φαιό
     κλητική φαιέ φαιή
φαιά
φαιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαιοί οι φαιές τα φαιά
      γενική των φαιών των φαιών των φαιών
    αιτιατική τους φαιούς τις φαιές τα φαιά
     κλητική φαιοί φαιές φαιά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /feˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαι‐ός

  Επίθετο επεξεργασία

φαιός, -ή/-ά, -ό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φαιός φαιᾱ́ τὸ φαιόν
      γενική τοῦ φαιοῦ τῆς φαιᾶς τοῦ φαιοῦ
      δοτική τῷ φαι τῇ φαι τῷ φαι
    αιτιατική τὸν φαιόν τὴν φαιᾱ́ν τὸ φαιόν
     κλητική ! φαιέ φαιᾱ́ φαιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φαιοί αἱ φαιαί τὰ φαιᾰ́
      γενική τῶν φαιῶν τῶν φαιῶν τῶν φαιῶν
      δοτική τοῖς φαιοῖς ταῖς φαιαῖς τοῖς φαιοῖς
    αιτιατική τοὺς φαιούς τὰς φαιᾱ́ς τὰ φαιᾰ́
     κλητική ! φαιοί φαιαί φαιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαιώ τὼ φαιᾱ́ τὼ φαιώ
      γεν-δοτ τοῖν φαιοῖν τοῖν φαιαῖν τοῖν φαιοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φαιός, -ά, -όν

  1. (κυριολεκτικά) το χρώμα του λυκόφωτος, του λυκαυγούς, ανάμεσα από το φως και το σκοτάδι, ανάμεσα από το άσπρο και το μαύρο
  2. σταχτής, που έχει το χρώμα της στάχτης, γκρίζος
  3. σκουρόχρωμος, σκούρος
  4. μουντός
  5. (για ήχο) βαθύς, υπόκωφος

  Πηγές επεξεργασία