πάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάνα | οι | πάνες |
γενική | της | πάνας | — | |
αιτιατική | την | πάνα | τις | πάνες |
κλητική | πάνα | πάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάνα < παν(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάνα
|