ενικός         πληθυντικός  
diaper diapers

  Ετυμολογία

επεξεργασία

diaper < παλαιά γαλλική diaspre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdaɪ.ə.pə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

diaper (en) (αμερικανικά αγγλικά)

  • η πάνα
    ⮡  He was squeamish about changing the baby’s diapers.
    Σιχαινόταν ν' αλλάξει τις πάνες του μωρού.

Συνώνυμα

επεξεργασία