Δείτε επίσης: couché

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

couche < culche < coucher

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuʃ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
couche couches

couche (fr) θηλυκό

  1. το στρώμα
  2. η λοχεία
  3. η πάνα
    je change la couche d'un bébé : αλλάζω την πάνα ενός μωρού

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία