couche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- couche < culche < coucher
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couche | couches |
couche (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- partager la couche de quelqu'un - συζώ με κάποιον
- fausse couche - (ιατρική) αποβολή