λοχεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοχεία | οι | λοχείες |
γενική | της | λοχείας | των | λοχειών |
αιτιατική | τη | λοχεία | τις | λοχείες |
κλητική | λοχεία | λοχείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοχεία < αρχαία ελληνική λοχεία < λοχεύω < λόχος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοχεία θηλυκό
- η κατάσταση μιας γυναίκας την στιγμή που γεννάει
- (φυσιολογία) το σαρανταήμερο, περίπου, διάστημα που απαιτείται για να επανέλει η μήτρα μιας γυναίκας στη φυσιολογική της κατάσταση μετά τον τοκετό και κατά το οποίο η λεχώνα παραμένει στο σπίτι