λοχεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοχεία | οι | λοχείες |
γενική | της | λοχείας | των | λοχειών |
αιτιατική | τη | λοχεία | τις | λοχείες |
κλητική | λοχεία | λοχείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λοχεία < αρχαία ελληνική λοχεία < λοχεύω < λόχος
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοχεία θηλυκό
- η κατάσταση μιας γυναίκας την στιγμή που γεννάει
- (φυσιολογία) το σαρανταήμερο, περίπου, διάστημα που απαιτείται για να επανέλει η μήτρα μιας γυναίκας στη φυσιολογική της κατάσταση μετά τον τοκετό και κατά το οποίο η λεχώνα παραμένει στο σπίτι
- ※ «Συναντώ συνεχώς νέες γυναίκες, που όταν πάνε για δουλειά τις ρωτούν στις συνεντεύξεις αν πρόκειται να παντρευτούν και αν πρόκειται να αποκτήσουν παιδιά», σημείωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Σοροπτιμιστικής Ένωσης Ελλάδος. «Είναι σημάδι ότι η γυναίκα που θα ζητήσει δουλειά», επισήμανε με νόημα, «ή πρέπει πλέον να έχει αποπαιδιάσει, που σημαίνει ότι δε θα χρειάζεται άδειες κύησης και άδειες λοχείας, ή πρέπει να παραείναι νέα...» (Όταν το «θαύμα της ζωής» γίνεται εμπόδιο στην εύρεση εργασίας, Παρατηρητής της Θράκης, paratiritis-news.gr, 05/04/2016