λόχια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λόχια | ||
γενική | των | λοχίων | ||
αιτιατική | τα | λόχια | ||
κλητική | λόχια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόχια < αρχαία ελληνική λόχια, ουδέτερο του λόχιος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλόχια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (φυσιολογία) τα υγρά που εκκρίνει ο κόλπος της λεχώνας, κατά τη διάρκεια της λοχείας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λόχια
|