couché
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couché | couchés |
θηλυκό | couchée | couchées |
Επίθετο
επεξεργασίαcouché (fr)
Δείτε επίσης : couche |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couché | couchés |
θηλυκό | couchée | couchées |
couché (fr)