↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιμισμένος η κοιμισμένη το κοιμισμένο
      γενική του κοιμισμένου της κοιμισμένης του κοιμισμένου
    αιτιατική τον κοιμισμένο την κοιμισμένη το κοιμισμένο
     κλητική κοιμισμένε κοιμισμένη κοιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιμισμένοι οι κοιμισμένες τα κοιμισμένα
      γενική των κοιμισμένων των κοιμισμένων των κοιμισμένων
    αιτιατική τους κοιμισμένους τις κοιμισμένες τα κοιμισμένα
     κλητική κοιμισμένοι κοιμισμένες κοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοιμίζω, κοιμάμαι και κοιμούμαι

κοιμισμένος

  1. που κοιμάται
    τον βρήκα κοιμισμένο μπροστά στην τηλεόραση
     συνώνυμα: αξύπνητος, κοιμώμενος
  2. (μεταφορικά) νωθρός, οκνηρός
    είναι πολύ κοιμισμένος άνθρωπος, κάνει δέκα ώρες μέχρι ν' αρχίσει τη δουλειά του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία