sleep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsleep (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sleep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sleeps |
αόριστος | slept |
παθητική μετοχή | slept |
ενεργητική μετοχή | sleeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sleep (en)
- (αμετάβατο) κοιμάμαι
- ⮡ We were sleeping when the phone rang.
- Κοιμόμαστε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
- ⮡ The dog’s barks didn’t let me sleep.
- Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.
- ⮡ She held the sleeping child in her arms.
- Κρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της.
- ⮡ We were sleeping when the phone rang.