Ουσιαστικό

επεξεργασία

sleep (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο ύπνος
    ⮡  I need eight hours of sleep.
    Χρειάζομαι οχτώ ώρες ύπνο.
  2. η τσίμπλα
     συνώνυμα: sleepy
ενεστώτας sleep
γ΄ ενικό ενεστώτα sleeps
αόριστος slept
παθητική μετοχή slept
ενεργητική μετοχή sleeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sleep (en)

  • (αμετάβατο) κοιμάμαι
    ⮡  We were sleeping when the phone rang.
    Κοιμόμαστε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
    ⮡  The dog’s barks didn’t let me sleep.
    Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.
    ⮡  She held the sleeping child in her arms.
    Κρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της.