sleep
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sleep | sleeps |
sleep (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ύπνος
- I need some sleep - χρειάζομαι ύπνο (να κοιμηθώ)
- I' m going to have a quick sleep - θα πάρω έναν υπνάκο
- η τσίμπλα
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | sleep |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sleeps |
αόριστος | slept |
παθητική μετοχή | slept |
ενεργητική μετοχή | sleeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sleep (en)