τσίμπλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίμπλα | οι | τσίμπλες |
γενική | της | τσίμπλας | των | (τσιμπλών) |
αιτιατική | την | τσίμπλα | τις | τσίμπλες |
κλητική | τσίμπλα | τσίμπλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίμπλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίμπλα θηλυκό
- λιπώδης έκκριση στην άκρη του ματιού, η οποία μπορεί να έχει στερεοποιηθεί με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να μην μπορεί κάποιος να ανοίξει το μάτι, αν δεν την αφαιρέσει
Εκφράσεις επεξεργασία
- με την τσίμπλα στο μάτι: ενώ ακόμα δεν έχω συνέλθει από τον ύπνο, χωρίς να έχω ξυπνήσει για τα καλά