τσιμπλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμπλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπλιάζω[1] < μεσαιωνική ελληνική *τσιπλιάζω < μεσαιωνική ελληνική *τσιπαλιάζω < *σιπαλιάζω < ελληνιστική κοινή σιπαλός (βρόμικος) + -ιάζω[2]
- Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη: (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπλιάζω < *σιπ(α)λιάζω < *σιφλιάζω < ελληνιστική κοινή σιφλός/ σιπαλός (χωλός, ανάπηρος, μύωπας)[3]
Ρήμα
επεξεργασίατσιμπλιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιμπλιάζω | τσίμπλιαζα | θα τσιμπλιάζω | να τσιμπλιάζω | τσιμπλιάζοντας | |
β' ενικ. | τσιμπλιάζεις | τσίμπλιαζες | θα τσιμπλιάζεις | να τσιμπλιάζεις | τσίμπλιαζε | |
γ' ενικ. | τσιμπλιάζει | τσίμπλιαζε | θα τσιμπλιάζει | να τσιμπλιάζει | ||
α' πληθ. | τσιμπλιάζουμε | τσιμπλιάζαμε | θα τσιμπλιάζουμε | να τσιμπλιάζουμε | ||
β' πληθ. | τσιμπλιάζετε | τσιμπλιάζατε | θα τσιμπλιάζετε | να τσιμπλιάζετε | τσιμπλιάζετε | |
γ' πληθ. | τσιμπλιάζουν(ε) | τσίμπλιαζαν τσιμπλιάζαν(ε) |
θα τσιμπλιάζουν(ε) | να τσιμπλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίμπλιασα | θα τσιμπλιάσω | να τσιμπλιάσω | τσιμπλιάσει | ||
β' ενικ. | τσίμπλιασες | θα τσιμπλιάσεις | να τσιμπλιάσεις | τσίμπλιασε | ||
γ' ενικ. | τσίμπλιασε | θα τσιμπλιάσει | να τσιμπλιάσει | |||
α' πληθ. | τσιμπλιάσαμε | θα τσιμπλιάσουμε | να τσιμπλιάσουμε | |||
β' πληθ. | τσιμπλιάσατε | θα τσιμπλιάσετε | να τσιμπλιάσετε | τσιμπλιάστε | ||
γ' πληθ. | τσίμπλιασαν τσιμπλιάσαν(ε) |
θα τσιμπλιάσουν(ε) | να τσιμπλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιμπλιάσει | είχα τσιμπλιάσει | θα έχω τσιμπλιάσει | να έχω τσιμπλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιμπλιάσει | είχες τσιμπλιάσει | θα έχεις τσιμπλιάσει | να έχεις τσιμπλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιμπλιάσει | είχε τσιμπλιάσει | θα έχει τσιμπλιάσει | να έχει τσιμπλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιμπλιάσει | είχαμε τσιμπλιάσει | θα έχουμε τσιμπλιάσει | να έχουμε τσιμπλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιμπλιάσει | είχατε τσιμπλιάσει | θα έχετε τσιμπλιάσει | να έχετε τσιμπλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιμπλιάσει | είχαν τσιμπλιάσει | θα έχουν τσιμπλιάσει | να έχουν τσιμπλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμπλιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσιμπλιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τσιμπλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.