Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμπλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπλιάζω[1] < μεσαιωνική ελληνική *τσιπλιάζω < μεσαιωνική ελληνική *τσιπαλιάζω < *σιπαλιάζω < ελληνιστική κοινή σιπαλός (βρόμικος) + -ιάζω[2]
Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη: (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπλιάζω < *σιπ(α)λιάζω < *σιφλιάζω < ελληνιστική κοινή σιφλός/ σιπαλός (χωλός, ανάπηρος, μύωπας)[3]

τσιμπλιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσιμπλιάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τσιμπλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.