sleepy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sleepy |
συγκριτικός | sleepier |
υπερθετικός | sleepiest |
Επίθετο
επεξεργασίαsleepy (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsleepy (en)
- η τσίμπλα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sleep
παραθετικά | |
θετικός | sleepy |
συγκριτικός | sleepier |
υπερθετικός | sleepiest |
sleepy (en)
sleepy (en)