Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυσταγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νυσταγμέν
ος
η
νυσταγμέν
η
το
νυσταγμέν
ο
γενική
του
νυσταγμέν
ου
της
νυσταγμέν
ης
του
νυσταγμέν
ου
αιτιατική
τον
νυσταγμέν
ο
τη
νυσταγμέν
η
το
νυσταγμέν
ο
κλητική
νυσταγμέν
ε
νυσταγμέν
η
νυσταγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νυσταγμέν
οι
οι
νυσταγμέν
ες
τα
νυσταγμέν
α
γενική
των
νυσταγμέν
ων
των
νυσταγμέν
ων
των
νυσταγμέν
ων
αιτιατική
τους
νυσταγμέν
ους
τις
νυσταγμέν
ες
τα
νυσταγμέν
α
κλητική
νυσταγμέν
οι
νυσταγμέν
ες
νυσταγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ni.staɣˈme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
νυ‐σταγ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
νυσταγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
νυστάζω
που
νυστάζει
, που είναι
έτοιμος
να
κοιμηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νυσταγμένος
αγγλικά
:
sleepy
(en)
γαλλικά
:
somnolent
(fr)
γερμανικά
:
müde
(de)