somnolent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | somnolent | somnolents |
θηλυκό | somnolente | somnolentes |
Επίθετο
επεξεργασίαsomnolent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | somnolent | somnolents |
θηλυκό | somnolente | somnolentes |
somnolent (fr)