μαχμουρλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχμουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική mahmurlu < αραβική مخمور (mahmūr, μεθυσμένος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαχμουρλής αρσενικό (θηλυκό: μαχμουρλού)
- που μόλις ξύπνησε και βρίσκεται ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου
- ο νωθρός