oversleep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | oversleep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oversleeps |
αόριστος | overslept |
παθητική μετοχή | overslept |
ενεργητική μετοχή | oversleeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoversleep (en)
- (αμετάβατο) παρακοιμάμαι
- ⮡ He overslept and missed his train.
- Παρακοιμήθηκε και έχασε το τρένο του.
- ⮡ He overslept and missed his train.