ενεστώτας oversleep
γ΄ ενικό ενεστώτα oversleeps
αόριστος overslept
παθητική μετοχή overslept
ενεργητική μετοχή oversleeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
oversleep < over- + sleep

oversleep (en)