Δείτε επίσης: παρακοιμῶμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. παρακοιμάμαι < (πάρα) παρα- επιτατικό + κοιμάμαι
  2. παρακοιμάμαι < ελληνιστική κοινή παρακοιμάομαι < αρχαία ελληνική κοιμάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ciˈma.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κοι‐μά‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

παρακοιμάμαι, π.αόρ.: παρακοιμήθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (επιτατικό ρήμα) κοιμάμαι παραπάνω από το κανονικό ή απ’ ό,τι συνήθως και αργώ να ξυπνήσω
    Παρακοιμήθηκε και έχασε το τρένο του.
  2. (καταχρηστικά) άλλη μορφή του παρακοιμώμαι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία