Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακοιμώμενος η παρακοιμώμενη το παρακοιμώμενο
      γενική του παρακοιμώμενου της παρακοιμώμενης του παρακοιμώμενου
    αιτιατική τον παρακοιμώμενο την παρακοιμώμενη το παρακοιμώμενο
     κλητική παρακοιμώμενε παρακοιμώμενη παρακοιμώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακοιμώμενοι οι παρακοιμώμενες τα παρακοιμώμενα
      γενική των παρακοιμώμενων των παρακοιμώμενων των παρακοιμώμενων
    αιτιατική τους παρακοιμώμενους τις παρακοιμώμενες τα παρακοιμώμενα
     κλητική παρακοιμώμενοι παρακοιμώμενες παρακοιμώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακοιμώμενος < μεσαιωνική ελληνική παρακοιμώμενος < ελληνιστική κοινή παρακοιμώμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρακοιμάομαι / παρακοιμῶμαι < αρχαία ελληνική κοιμάω / κοιμῶ

  Μετοχή επεξεργασία

παρακοιμώμενος, παρακοιμώμενη / παρακοιμωμένη, παρακοιμώμενο

  1. (κυριολεκτικά, παρωχημένο) που κοιμάται δίπλα
    παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς· ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
  2. (ιστορία) ανώτερος βυζαντινός αξιωματούχος
  3. (ειρωνικό) (μειωτικό) έμπιστο άτομο κάποιου (σημαντικού) προσώπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία