παρακοιμώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακοιμώμενος < μεσαιωνική ελληνική παρακοιμώμενος < ελληνιστική κοινή παρακοιμώμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρακοιμάομαι / παρακοιμῶμαι < αρχαία ελληνική κοιμάω / κοιμῶ
Μετοχή επεξεργασία
παρακοιμώμενος, παρακοιμώμενη / παρακοιμωμένη, παρακοιμώμενο
- (κυριολεκτικά, παρωχημένο) που κοιμάται δίπλα
- Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς· ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
- (ιστορία) ανώτερος βυζαντινός αξιωματούχος
- (ειρωνικό) (μειωτικό) έμπιστο άτομο κάποιου (σημαντικού) προσώπου
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακοιμώμενος
|