Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακοιμισμένος η παρακοιμισμένη το παρακοιμισμένο
      γενική του παρακοιμισμένου της παρακοιμισμένης του παρακοιμισμένου
    αιτιατική τον παρακοιμισμένο την παρακοιμισμένη το παρακοιμισμένο
     κλητική παρακοιμισμένε παρακοιμισμένη παρακοιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακοιμισμένοι οι παρακοιμισμένες τα παρακοιμισμένα
      γενική των παρακοιμισμένων των παρακοιμισμένων των παρακοιμισμένων
    αιτιατική τους παρακοιμισμένους τις παρακοιμισμένες τα παρακοιμισμένα
     κλητική παρακοιμισμένοι παρακοιμισμένες παρακοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακοιμάμαι και παρακοιμούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

παρακοιμισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία