Δείτε επίσης: Αργώ, ἀργῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
αργώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀργῶ, συνηρημένος τύπος του ἀργέω < ἀργός

αργώ, αόρ.: άργησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. δεν εργάζομαι, έχω αργία
      Οι δημόσιες υπηρεσίες σήμερα αργούν.
  2. κάνω κάτι με αργό τρόπο
      Καλός είναι στη δουλειά του ο Γιώργος, αλλά αργεί.
  3. χρειάζομαι ακόμα αρκετό χρόνο για να τελειώσω κάτι
      Θα αργήσεις πολύ να ετοιμάσεις το άρθρο σου;
  4. χρειάζομαι ακόμα αρκετό χρόνο για να τελειώσω, να ολοκληρωθώ
      Τι έγινε το άρθρο σου; Αργεί πολύ ακόμα;
  5. καθυστερώ να φτάσω κάπου
      Πάλι άργησε στο ραντεβού η Μαρία!
      Όταν του μιλάω πάντα ' αργεί ' να απαντήσει.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. αργεύω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].