closed (en)

  1. κλειστός, που δεν επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο
      closed windows - κλειστά παράθυρα
      closed eyes - κλειστά μάτια
      closed-toed shoes - κλειστά παπούτσια
      He found the door closed.
    Βρήκε την πόρτα κλειστή.
      The road is closed to traffic.
    Ο δρόμος είναι κλειστός στην κυκλοφορία.
      The borders are closed.
    Τα σύνορα είναι κλειστά.
  2. κλειστός, για επιχείρηση κτλ. που έχει σταματήσει μόνιμα ή προσωρινά τη λειτουργία της
      On Sundays, the market is closed.
    Τις Κυριακές η αγορά είναι κλειστή.
      Banks are closed in the afternoons.
    Οι τράπεζες αργούν τα απογεύματα.
  3. κλειστός, για κατασκευή στεγασμένη
      a closed pool/gym - κλειστό κολυμβητήριο/γυμναστήριο
      You should avoid closed spaces.
    Να αποφεύγετε τους κλειστούς χώρους.
  4. κλειστός, που δε δέχεται καινούρια μέλη, που έχει ορισμένο ή περιορισμένο αριθμό μελών
      a closed club - κλειστή λέσχη
  5. (λογισμικό) εν συντομία το closed source (ο κλειστός κώδικας)
      The class may be part of a closed 3rd-party library.
    Η κλάση μπορεί να είναι μέρος κλειστής βιβλιοθήκης τρίτων.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία