closed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαclosed (en)
- κλειστός (για πόρτες, χώρους, δοχεία, βιβλία κλπ)
- (λογισμικό) εν συντομία το closed source (ο κλειστός κώδικας)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαclosed (en)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Proxy - Problem. Αρχειοθέτηση 2020-08-06. Πρόσβαση 2020-10-08.