closed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαclosed (en)
- κλειστός, που δεν επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο
- ⮡ closed windows - κλειστά παράθυρα
- ⮡ closed eyes - κλειστά μάτια
- ⮡ closed-toed shoes - κλειστά παπούτσια
- ⮡ He found the door closed.
- Βρήκε την πόρτα κλειστή.
- ⮡ The road is closed to traffic.
- Ο δρόμος είναι κλειστός στην κυκλοφορία.
- ⮡ The borders are closed.
- Τα σύνορα είναι κλειστά.
- κλειστός, για επιχείρηση κτλ. που έχει σταματήσει μόνιμα ή προσωρινά τη λειτουργία της
- ⮡ On Sundays, the market is closed.
- Τις Κυριακές η αγορά είναι κλειστή.
- ⮡ Banks are closed in the afternoons.
- Οι τράπεζες αργούν τα απογεύματα.
- ⮡ On Sundays, the market is closed.
- κλειστός, για κατασκευή στεγασμένη
- ⮡ a closed pool/gym - κλειστό κολυμβητήριο/γυμναστήριο
- ⮡ You should avoid closed spaces.
- Να αποφεύγετε τους κλειστούς χώρους.
- κλειστός, που δε δέχεται καινούρια μέλη, που έχει ορισμένο ή περιορισμένο αριθμό μελών
- ⮡ a closed club - κλειστή λέσχη
- (λογισμικό) εν συντομία το closed source (ο κλειστός κώδικας)
- ⮡ The class may be part of a closed 3rd-party library.
- Η κλάση μπορεί να είναι μέρος κλειστής βιβλιοθήκης τρίτων.
- ⮡ The class may be part of a closed 3rd-party library.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαclosed (en)