κλειστός κώδικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλειστός κώδικας < → δείτε τις λέξεις κλειστός και κώδικας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική closed source
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακλειστός κώδικας αρσενικό
- (λογισμικό) ο πηγαίος κώδικας ο οποίος δεν είναι προσβάσιμος από το κοινό, ο ιδιόκτητος κώδικας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλειστός κώδικας