Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεύθερο λογισμικό < → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και λογισμικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική free software

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ελεύθερο λογισμικό

  • (λογισμικό) λογισμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αντιγραφεί, μελετηθεί, τροποποιηθεί και αναδιανεμηθεί χωρίς περιορισμό[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία