προσβάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροσβάσιμος, -η, -ο
- (για χώρο ή δικτυακό τόπο) που παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης, προσπελάσιμος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσβάσιμος