Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσβασιμότητα οι προσβασιμότητες
      γενική της προσβασιμότητας των προσβασιμοτήτων
    αιτιατική την προσβασιμότητα τις προσβασιμότητες
     κλητική προσβασιμότητα προσβασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσβασιμότητα < προσβάσιμος + -ότητα < πρόσβαση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.zva.siˈmo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσβασιμότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του προσβάσιμου· η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση σε ένα χώρο ή δικτυακό τόπο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία