προσβατός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσβατός < προσβα- + -τός < προσβαίνω (= πλησιάζω, προσεγγίζω)
Επίθετο επεξεργασία
προσβατός
- που μπορεί να τον πλησιάσει κανένας
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσβατός