ιδιόκτητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιόκτητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαιδιόκτητος -η -ο
- που ανήκει ως ιδιοκτησία στον άνθρωπο για τον οποίο γίνεται λόγος
- βρέθηκε νεκρός στο ιδιόκτητο διαμέρισμά του ο γνωστός ηθοποιός ...