Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιόκτητος η ιδιόκτητη το ιδιόκτητο
      γενική του ιδιόκτητου της ιδιόκτητης του ιδιόκτητου
    αιτιατική τον ιδιόκτητο την ιδιόκτητη το ιδιόκτητο
     κλητική ιδιόκτητε ιδιόκτητη ιδιόκτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιόκτητοι οι ιδιόκτητες τα ιδιόκτητα
      γενική των ιδιόκτητων των ιδιόκτητων των ιδιόκτητων
    αιτιατική τους ιδιόκτητους τις ιδιόκτητες τα ιδιόκτητα
     κλητική ιδιόκτητοι ιδιόκτητες ιδιόκτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιόκτητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ιδιόκτητος -η -ο

  • που ανήκει ως ιδιοκτησία στον άνθρωπο για τον οποίο γίνεται λόγος
βρέθηκε νεκρός στο ιδιόκτητο διαμέρισμά του ο γνωστός ηθοποιός ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία