Επίθετο

επεξεργασία

shut (en) (χωρίς παραθετικά)

ενεστώτας shut
γ΄ ενικό ενεστώτα shuts
αόριστος shut
παθητική μετοχή shut
ενεργητική μετοχή shutting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shut (en)

  1. κλείνω, βάζω στο άνοιγμα κάτι που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον
    ⮡  I can’t shut the suitcase.
    Δεν μπορώ να κλείσω τη βαλίτσα.
    ⮡  I shut my eyes.
    Έκλεισα τα μάτια μου.
     συνώνυμα: close
  2. (μεταβατικό) κλείνω, περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε ένα χώρο
    ⮡  He shut the letters in the drawer.
    Έκλεισε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι.
    ⮡  He shut himself in the house and doesn’t want to go out.
    Κλείστηκε στο σπίτι και δε θέλει να βγει.
    ⮡  I shut the bird in its cage.
    Περιόρισα το πουλί στο κλουβί του.
     συνώνυμα: confine

Παράγωγα

επεξεργασία