shut
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαshut (en) (χωρίς παραθετικά)
- κλειστός
- ⮡ a shut drawer - κλειστό συρτάρι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts |
αόριστος | shut |
παθητική μετοχή | shut |
ενεργητική μετοχή | shutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shut (en)
- κλείνω, βάζω στο άνοιγμα κάτι που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον
- (μεταβατικό) κλείνω, περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε ένα χώρο