shut down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | shut down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shuts down |
αόριστος | shut down |
παθητική μετοχή | shut down |
ενεργητική μετοχή | shutting down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαshut down (en)
- (αμετάβατο) κλείνω, για εργοστάσιο, κατάστημα κτλ.
- ⮡ The factory shut down.
- Το εργοστάσιο έκλεισε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb close down
- ⮡ The factory shut down.
- (αμετάβατο) κλείνω, σβήνω, για μηχανή
- ⮡ The computer shut down unexpectedly.
- Ο υπολογιστής έκλεισε/έσβησε απροσδόκητα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb switch off
- ⮡ The computer shut down unexpectedly.
- (μεταβατικό) κλείνω εργοστάσιο, κατάστημα κτλ.
- ⮡ Doctors decided to shut down many district hospitals and Health Centers, protesting budget cuts.
- Να κλείσουν πολλά νοσοκομεία της επαρχίας και Κέντρα Υγείας αποφάσισαν οι γιατροί, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των κονδυλίων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb close down
- ⮡ Doctors decided to shut down many district hospitals and Health Centers, protesting budget cuts.
- (μεταβατικό) κλείνω, σβήνω, σταματώ τη λειτουργία ενός μηχανήματος
- ⮡ I’m shutting down the computer.
- Κλείνω/Σβήνω τον υπολογιστή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb switch off
- ⮡ I’m shutting down the computer.