ενεστώτας shut down
γ΄ ενικό ενεστώτα shuts down
αόριστος shut down
παθητική μετοχή shut down
ενεργητική μετοχή shutting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shut down < → δείτε τις λέξεις shut και down

shut down (en)

  1. (αμετάβατο) κλείνω, για εργοστάσιο, κατάστημα κτλ.
    ⮡  The factory shut down.
    Το εργοστάσιο έκλεισε.
     συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb close down
  2. (αμετάβατο) κλείνω, σβήνω, για μηχανή
    ⮡  The computer shut down unexpectedly.
    Ο υπολογιστής έκλεισε/έσβησε απροσδόκητα.
     συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb switch off
  3. (μεταβατικό) κλείνω εργοστάσιο, κατάστημα κτλ.
    ⮡  Doctors decided to shut down many district hospitals and Health Centers, protesting budget cuts.
    Να κλείσουν πολλά νοσοκομεία της επαρχίας και Κέντρα Υγείας αποφάσισαν οι γιατροί, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των κονδυλίων.
     συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb close down
  4. (μεταβατικό) κλείνω, σβήνω, σταματώ τη λειτουργία ενός μηχανήματος
    ⮡  I’m shutting down the computer.
    Κλείνω/Σβήνω τον υπολογιστή.
     συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb switch off