ενεστώτας close down
γ΄ ενικό ενεστώτα closes down
αόριστος closed down
παθητική μετοχή closed down
ενεργητική μετοχή closing down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
close down < → δείτε τις λέξεις close και down

close down (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά μόνιμα να λειτουργεί
    ⮡  Due to the economic crisis, many factories/stores closed down.
    Λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν πολλά εργοστάσια/μαγαζιά.
     συνώνυμα: close