close down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | close down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes down |
αόριστος | closed down |
παθητική μετοχή | closed down |
ενεργητική μετοχή | closing down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαclose down (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά μόνιμα να λειτουργεί