ἀργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀργέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀργέω / ἀργῶ (συνηρημένο)
- παραμένω αδρανής, είμαι άεργος, δεν κάνω απολύτως τίποτε
- (στην παθητική φωνή) παραμένω ανεκτέλεστος, ατελέσφορος, άκαρπος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀργός
Πηγές
επεξεργασία- ἀργέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀργέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.