Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀργέω < λείπει η ετυμολογία

ἀργέω / ἀργῶ (συνηρημένο)

  1. παραμένω αδρανής, είμαι άεργος, δεν κάνω απολύτως τίποτε
  2. (στην παθητική φωνή) παραμένω ανεκτέλεστος, ατελέσφορος, άκαρπος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἱέρων, 9,9, @scaife.perseus
    εἰ δὲ καὶ ἐμπορία ὠφελεῖ τι πόλιν, τιμώμενος ἂν ὁ πλεῖστα τοῦτο ποιῶν καὶ ἐμπόρους ἂν πλείους ἀγείροι. εἰ δὲ φανερὸν γένοιτο ὅτι καὶ ὁ πρόσοδόν τινα ἄλυπον ἐξευρίσκων τῇ πόλει τιμήσεται, οὐδʼ αὕτη ἂν ἡ σκέψις ἀργοῖτο.
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀργός