ἀεργία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀεργία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀεργία, -ας θηλυκό
- οκνηρία, ραθυμία, τεμπελιά, αργία
- (για αγρό) το να παραμένει ακαλλιέργητος, χέρσος
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 3.108
- καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὴν πόλιν ἐκπορθήσαντας καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι καὶ Λητοῖ καὶ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ᾽ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ᾽ ἄλλον ἐᾶν.
- να ερημώσουν την περιοχή και την πόλη τους, να πουλήσουν τους ίδιους ως δούλους και να αφιερώσουν την περιοχή στον Πύθιο Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Αθηνά την Προναία, ώστε να μείνει ακαλλιέργητη σε όλη την έκτασή της και να μην εκμεταλλεύονται την περιοχή αυτή μήτε οι ίδιοι μήτε να επιτρέπουν σε άλλους.
- Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
- καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὴν πόλιν ἐκπορθήσαντας καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι καὶ Λητοῖ καὶ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ᾽ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ᾽ ἄλλον ἐᾶν.
- ※ 4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 3.108
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀεργία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀεργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.