οκνηρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκνηρία | οι | οκνηρίες |
γενική | της | οκνηρίας | των | οκνηριών |
αιτιατική | την | οκνηρία | τις | οκνηρίες |
κλητική | οκνηρία | οκνηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκνηρία < ελληνιστική κοινή ὀκνηρία < αρχαία ελληνική ὀκνηρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκνηρία θηλυκό
- (λόγιο) η φυγοπονία, η τεμπελιά, η έλλειψη ζωηρότητας και ενεργητικότητας