αεργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεργία | οι | αεργίες |
γενική | της | αεργίας | των | αεργιών |
αιτιατική | την | αεργία | τις | αεργίες |
κλητική | αεργία | αεργίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεργία < αρχαία ελληνική ἀεργία < ἀ- + ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεργία θηλυκό