Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκτέλεστος η ανεκτέλεστη το ανεκτέλεστο
      γενική του ανεκτέλεστου της ανεκτέλεστης του ανεκτέλεστου
    αιτιατική τον ανεκτέλεστο την ανεκτέλεστη το ανεκτέλεστο
     κλητική ανεκτέλεστε ανεκτέλεστη ανεκτέλεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκτέλεστοι οι ανεκτέλεστες τα ανεκτέλεστα
      γενική των ανεκτέλεστων των ανεκτέλεστων των ανεκτέλεστων
    αιτιατική τους ανεκτέλεστους τις ανεκτέλεστες τα ανεκτέλεστα
     κλητική ανεκτέλεστοι ανεκτέλεστες ανεκτέλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεκτέλεστος < λόγια λέξη που δημιουργήθηκε με το στερητικό α και το ρήμα ἐκτελῶ

  Επίθετο επεξεργασία

ανεκτέλεστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία